Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξ ὁμιλίας

См. также в других словарях:

  • ὁμιλίας — ὁμῑλίᾱς , ὁμιλία intercourse fem acc pl ὁμῑλίᾱς , ὁμιλία intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • бесѣда — БЕСѢД|А (217), Ы с. 1.Беседа, разговор; общение: Пьрвѣѥ даже не слышиши не отъвѣштѩваи. и не вълагаи сѩ въ срѣдоу бсѣды. и на съвѣтѣ грешьныих не ѣдаи. (ἐν μέσῳ λόγων) Изб 1076, 147 об.; себѣ отълоучилъ ѥсть б҃ъ. да и тъ ли въ дѣлеса се˫а жизни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • бесѣдованиѥ — БЕСѢДОВАНИ|Ѥ (14), ˫А с. Беседа, собеседование, разговор: бѣгати многа бесѣдовани˫а. преданиѥ ст҃ыхъ мужь. добрѣ поразумѣвшихъ. ПНЧ XIV, 162б; Въздеръжаще(с) ѡ(т) гл҃ъ праздныхъ бесѣдовань˫а не полезьна. строптань˫а и смѣха. (συντυχιῶν ἀνωφελῶν)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • κορακίστικα — Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη… …   Dictionary of Greek

  • τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… …   Dictionary of Greek

  • ψελλισμός — ο, ΝΑ [ψελλίζω] δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα αρχ. 1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας 2. προσποιητός τρόπος ομιλίας 3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… …   Dictionary of Greek

  • ταχυγλωσσία — η 1. ταχύτητα ή ευχέρεια ομιλίας. 2. διαταραχή της ομιλίας, όπου λόγω ταχύτητας της γλώσσας οι λέξεις προφέρονται κομμένες και καταντούν ακατάληπτες: Απ την ταχυγλωσσία του δεν τον καταλαβαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»