-
1 ομιλίας
ὁμῑλίᾱς, ὁμιλίαintercourse: fem acc plὁμῑλίᾱς, ὁμιλίαintercourse: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ὁμιλίας
ὁμῑλίᾱς, ὁμιλίαintercourse: fem acc plὁμῑλίᾱς, ὁμιλίαintercourse: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ὁμ-ῑλία
ὁμ-ῑλία, ἡ, das Zusammensein, die Gemeinschaft, der Umgang; ἐν παντὶ πράγει δ' ἔσϑ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, Aesch. Spt. 581; τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ ϑ' ὁμιλία, Prom. 39; die Versammlung, τὸ φῠλον οὐκ ὄπωπα τῆςδ' ὁμιλίας, Eum. 57, vgl. 384. 681, wie Soph. Ai. 859 O. R. 1489; παύσω συμποτῶν ὁμιλίας, Eur. Alc. 344; ἀνδρῶν ἀρίστων ὁμιλίην ἐπιλέξαντες, ein Collegium, Her. 3, 81; Aesch. auch ἐμβριϑεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, Eum. 924, Unterredungen; πρός τινα, mit Einem, Soph. Phil. 70; εἰςιδεῖν πατρὸς δευτέραν ὁμιλίαν ἐλϑόντος ἐς φῶς, El. 410; μείζω βροτείας προςπεσὼν ὁμιλίας, Eur. Hipp. 19; αὗται αἱ γυναῖκες λέγονται οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἐς ὁμιλίην φοιτᾶν, ehelichen Umgang haben, Her. 1, 182; vgl. ἄνευ τῆς πρὸς τὸν ἄνδρα ὁμιλίας, Luc. sacrif. 6; τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας, Plat. Phaedr. 239 c, Umgang mit ibm; ἐκ τῆς τούτων ὁμιλίας τε καὶ τρίψεως πρὸς ἄλληλα γίγνεται ἔκγονα ἄπειρα, Theaet. 156 a; ἀρετῆς ἕνεκα τὰς ὁμιλίας ποιεῖσϑαι, Soph. 223 a; u. so öfter, bes. bei Folgdn der Unterricht, λαμβάνειν τῆς ὁμιλίας μισϑόν, Xen. Mem. 1, 2, 6. – Ueberredung, ἐὰν τοὺς κυρίους ἢ δώροις ἢ δι' ἄλλης ἡςτινοςοῠν ὁμιλίας ἐξαρέσηται, Dem. 60, 25, vgl. epist. 2 p. 635, 26. – Ὀνόματος, der Gebrauch, D. L. 10, 67.
-
4 ομιλια
ион. ὁμῑλίη ἥ1) тж. pl. общение, знакомство или связь(ἐλθεῖν εἰς ὁμιλίαν τινί Soph.)
ἥ σέ ὁ. Plat. — общение с тобою;Ἑλληνικαὴ ὁμιλίαι Her. — сношения с греками;αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὴ αἱ τῶν πραγμάτων Arst. — отношения как с людьми так и с вещами;πολιτεῖαι καὴ ὁμιλίαι Thuc. — общественные и частные отношения;εἰσιδεῖν δευτέραν ὁμιλίαν τινός Soph. — вторично увидеться с кем-л.;ὁμιλίᾳ χθονός Eur. — во время пребывания в (этой) стране2) половая связь(ἀνδρῶν οὐδαμῶν Her.; πρὸς τοὺς ἄρρενας Arst.)
3) собеседование, беседаἐξ ὁμιλίας Dem. — в порядке собеседования, т.е. путем убеждения
4) обучение5) собрание, группа, общество(ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων Her.; ἀδελφῶν Eur.)
ναὸς ὁ. Soph. — спутники в морском путешествии6) общепринятое употребление, установившееся значение(τοῦ ὀνόματος Diog.L.)
-
5 ὁμιλία
A intercourse, company, ;τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἡ θ' ὁ. Id.Pr.39
, etc. ; ὁ. τινός communion or intercourse with one, Hdt.4.174 ;πρός τινα S.Ph.70
, Pl.Smp. 203a, al. ; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁ. of my society, Ar.Pl. 776 ;ἡ σὴ ὁ. Pl.Hp.Ma. 283d
; ὁ. χθονός intercourse with a country, E.Ph. 1408 ; ἔχειν ἐν θεοῖς ὁ. live among them, Id.IA[ 1622] ;ἥκειν εἰς ὁ. τινί S.OT 1489
; ἡ καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁ. public and private life, Th.1.68 ; ἐξ ὁμιλίας by persuasion, opp. βίᾳ, D.Ep.1.12 : also in pl.,ἀνθρώπων κακῶν-ίαι Hdt.7.16
.α', cf. Epict.Ench.33.14, etc. ;φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁ. κακαί E.Fr. 1024
(= Men.218) ; Ἑλληνικαὶ ὁ. association with Greeks, Hdt.4.77 ;ἐνδίκοις ὁ. A.Eu. 966
(lyr.) ; αἱ.. συγγενεῖς ὁ. intercourse with kinsfolk, E.Tr.51 ;ὁ. κακαῖς χρῆσθαι Pl.R. 550b
;αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arist.Pol. 1336b32
, etc.2 sexual intercourse, Hdt.1.182, X.Smp.8.22, Mem.3.11.14, etc. ;νυμφικαὶ ὁ. E.Hel. 1400
;ὁ. τῶν ἀφροδισίων Arist.HA 582a26
; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας or τῶν ἀρρένων ὁ., Id.Pol. 1272a24, 1269b29.3 instruction, X. Mem.1.2.6 and 15 ; lecture, Ael.VH3.19 : in pl., title of work by Critias, Gal.18(2).656.4 ὁμιλέειν ὁμιλίῃ to be versed in it by practice, opp. λόγῳ εἰδέναι, Hp.Art.10.5 ἡ πλείστη ὁ. τοῦ ὀνόματος its commonest usage, Epicur.Ep.1p.22U. ; so ὁμιλίαι φωνῆς, αἱ τῶν λέξεων ὁ., Phld.Rh.1.288 S., Oec.p.59J. ; αἱ κοιναὶ ὁ. common usage, S.E.M.1.1 ; τῶν ἰδιωτῶν -ίαι ib.64 ;ἡ ἀνὰ χεῖρα -ία A.D.Synt. 37.2
;ἡ κοινὴ καλουμένη καὶ ἀνὰ χεῖρα -ία Hermog.Id.2.7
.2 in collect. sense, τήνδ' ὁμιλίαν χθονός these fellow-sojourners in the land, ib. 406 ; ναὸς κοινόπλους ὁ. ship-mates, S.Aj. 872 ;ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁ. E.Heracl. 581
, cf. Hipp.19 (dub. l.). -
6 παρ-εμ-πίπτω
παρ-εμ-πίπτω (s. πίπτω), daneben, dazwischen hineinfallen, dazukommen, παρεμπίπτουσαν τὴν ἀνεπιστημοσύνην Plat. Charm. 173 d u. Folgde; παρεμπεσόντων εἰς τὴν πολιτείαν οὐκ ἐλευϑέρων ἀνϑρώπων, Aesch. 2, 173; εἰς τὰς ὁμιλίας, Clearch. bei Ath. VI, 257 a; u. übh. zufällig dazukommen, Sp.
-
7 κάτ-οπτρον
κάτ-οπτρον, τό, der Spiegel, in dem man sich sieht, vgl. εἴςοπτρον, welche Form B. A. 102 vorgezogen wird; sie waren bei den Griechen von polirtem Metall, κάτοπτρον εἴδους χαλκός ἐστ', οἶνος δὲ νοῦ Aesch. frg. 279; Eur. Hipp. 429 Rl. 1071; τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιΐαν Plat. Tim. 46 a; von Waffen, ὥςπερ κάτ. ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 1. – Uebertr., ὁμιλίας κάτ., ein Bild von Freundschaft, Aesch. Ag. 813.
-
8 εὐ-τραπελία
εὐ-τραπελία, ἡ, das Wesen u. Betragen des εὐτράπελος, Artigkeit, Witz, nach Arist. rhet. 2, 12 ἡ εὐτρ. πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστίν; Plat. vrbdt es mit χαριεντισμός, Rep. VIII, 563 a, nach dem gehol. zu dieser Stelle u. Arist. Eth. 2, 7, 13 Eth. magn. 1, 31 ist sie die rechte Mitte zwischen βωμολοχία u. ἀγροικία, ἣ τὸν ἔχοντα παρέχεται δύνασϑαί τι σκῶψαι ἐμμελῶς καὶ ὑπομένειν σκωπτόμενον; auch Sp., wie D. Sic. 15, 6. 20, 63; ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐτρ. Plut. Ant. 43. – Im schlimmen Sinne, Ep. Ephes. 5, 4.
-
9 ἀνδρα-ποδιστής
ἀνδρα-ποδιστής, ὁ, der zum Sklaven macht (VLL. ὁ τὸν ἐλεύϑερον καταδουλωσάμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ἀπαγόμενος); οἱ ἀνδ. τῶν οἰκετῶν ἡμᾶς ἀποστεροῦντες Lyc. bei Harpocr.; ὁ παῖδα ἐξαγαγών, der einen Sklaven stiehlt, um ihn wieder zu verkaufen, Lys. 10, 10; vgl. B. A. 394; neben ἱερόσυλοι Plat. Rep. I, 344 b; neben λωποδύται u. βωμολόχοι Ar. Th. 818 (vgl. Pl. 521. 522 Equ. 1025); Dem. 4, 47; Polyb. u. Sp. – Bei Xen. Mem. 1, 2, 6 nennt Sokrates ἀνδρ. ἑαυτῶν τοὺς λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισϑόν.
-
10 ἐπι-τῑμητής
ἐπι-τῑμητής, ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.
-
11 ἐπι-δέξιος
ἐπι-δέξιος, 1) zur Rechten hin; bei Hom. ἐπιδέξια, adverbial, nach der rechten Seite hin, welche Richtung als Glück bringend u. heilig galt u. bei allen Schmäusen, öffentlichen Versammlungen u. Opfern sorgfältig beobachtet wurde; ὄρνυσϑ' ἑξείης ἐπιδέξια πάντες – ἀρξάμενοι τοῠ χώρου, ὅϑεν τέ περ οἰνοχοεύει, von dem Ehrenplatze neben dem Mischgefäß an immer der Nachbar zur Rechten, Od. 21, 141; τὸν ἐπιδέξια τρόπον πίνειν Ath. XI, 463 f aus Anaxandr., wie πίνειν τὴν ἐπιδέξια Eupol. Poll. 2, 159; ὀρέγειν προπόσεις Critias bei Ath. X, 432 e; περίιϑι τὸν βωμὸν ἐπιδέξια Ar. Pax 957. Daher ἀστράπτων ἐπιδέξια, rechtshin blitzend, d. i. Heil verkündend, Il. 2, 353, wie ἐπιδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει 9. 236, κατακλίναντες ἐπιδέξια πρὸς τὸ πῠρ Plat. Rep. IV, 420 e, vgl. Theaet. 175 e, wo die v. l. ἐπὶ δεξιά, wie man auch im Homer schrieb, wenn der Gegensatz »zur linken Seite« hervorgehoben werden sollte (s. Il. 7, 238; Her. 2, 93. 7, 39; Buttm. Lexil. 1 p. 173 ff. u. Lob. zu Phryn. p. 259 u. oben δεξιός); ἐπιδέξια χειρός νιν ἄγεις vrbdt Pind. P. 6. 19. wie Theocr. 25, 18; πάντα τἀπιδέξια, die ganze rechte Seite, Ar. Av. 1493. – 2) geschickt, gewandt, Aesch. 1, 178; sein, geschmackvoll, neben εὐτράπελος, Arist. Eth. 4, 8; τωϑάσαι, rhet. 2, 4; ἀνὴρ πρὸς τὰς ὁμιλίας ἐπιδέξιος Pol. 5, 39, 6; καὶ προςηνής Plut. Symp. 7, 6, 3; καὶ χαρίεις Aem. Paul. 37; περὶ τὴν ϑήραν D. Cass. 69, 10; vom Schiffe, Antiphil. 41 (IX, 242), u. öfter bei Sp. – Adv. ἐπιδεξίως, geschickt, τοῖς πράγμασι χρῆσϑαι Pol. 3, 19, 13; so auch ἐπιδέξια, Nicom. Ath. VII, 291 c.
-
12 επιτιμητης
-
13 κατοπτρον
-
14 πιστον
τό1) верность, честность, добросовестностьτὸ π. τῆς πολιτείας καὴ ὁμιλίας Thuc. — добросовестность как в общественных, так и в частных отношениях
2) хранящий верность, преданная душаπιστὰ πιστῶν Aesch. — вернейшие из верных
3) залог, ручательство, честное словоπιστὰ δοῦναι καὴ λαβεῖν Xen. — поклясться друг другу;
τὸ π. τῆς ἀληθείας νέμειν Soph. — ручаться в истинности4) вера, довериеμετὰ τοῦ πιστοῦ τῆς ἐπιστήμης Thuc. — в силу уверенного знания;
οὐ τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ, (ἀλλὰ) τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ Thuc. — не из соображений выгоды, а из благородного доверия -
15 αποδίδω
αποδίν||ω (αόρ. απέδωσα и απέδωκα) 1. μετ.1) отдавать; возвращать; 2) отвечать (на приветствие, оскорбление и т. п.);αποδίδω τον χαιρετισμό — раскланиваться при встрече, отвечать на приветствие;
3) придавать (значение);4) воздавать, оказывать (почёт и т. п.);αποδίδ τιμές — воздавать почести (кому-л.), выстраивать почётный караул в честь (кого-л.);
5) приписывать, вменять (в вину и т. п.);αποδίδω την ήττα σε κάποιον — приписывать поражение кому-л.;
6) передавать, воспроизводить, излагать; исполнять (музыкальное произведение);αποδίδ τό νόημα της ομιλίας κάποιου — верно излагать смысл чьего-л. выступления;
7) приносить, давать прибыль, доход;2. αμετ. 1) приносить прибыль, доход;τό σπίτι δεν αποδίδει — дом не приносит дохода;
2) быть эффективным, продуктивным;η μέθοδος αυτή αποδίδει — этот метод эффективен
-
16 ομιλία
η1) выступление, речь; 2) разговор, беседа;ομιλίας γενομένης — в разговоре;
με την ομιλί δεν κατάλαβα... — за беседой я и не заметил...;
3) говор, речь;από την ομιλία του φαίνεται γιά ξένος — по говору он похож на иностранца;
4) напоминание, упоминание; сообщение;του έκαμα ομιλία γιά.. — я напомнил ему..., в разговоре с ним я упомянул о...;
5) церк, проповедь -
17 σειρά
η1) ряд, линия; шеренга (в строю);στην πρώτη σειρά — в первом ряду;
σειρά αριθμών — ряд чисел;
δωματίων — анфилада комнат;2) перен. ряд, цепь; вереница (чего-л.);σειρά γεγονότων — цепь событий;
3) ряд, серия;μακράν σειρά — длинный ряд, целая серия;
έγραψε σειρά άρθρων — он написал серию статей;
πλήρης σειρά τού εγκυκλοπαιδικού λεξικού — полный комплект энциклопедического словаря;
σειρά ερωτήσεων — ряд вопросов;
σειρά μαθημάτων — учебный курс;
σειρά παραδόσεων — курс лекций;
κατασκευή κατά σειρές — серийное производство;
4) строка, строчка;5) очередь; очерёдность, порядок;αλφαβητική σειρά — алфавитный порядок;
ήρθε η σειρά μου να... — пришла моя очередь; — пришёл мой черёд (разг)...;
η σειρά σας — ваша очередь;
κάθε πράγμα στη σειρά του — всему своё время, всё в своё время;
καθορίζω την σειρά — устанавливать очерёдность;
παίρνω σειρ — занимать очередь;
στέκομαι στη σειρά — становиться в очередь, стоять в очереди;
κατά σειρά — подряд, по порядку, поочерёдно;
δυό μέρες κατά σειρά — два дня подряд;
με τη σειρά — по очереди, в порядке очереди, очерёдности, по порядку;
6) нить, ход мысли; последовательность, логическая связь;σειρά ομιλίας — логичность выступления, речи;
δεν κρατεί ( — или δεν έχουν καμμιά) σειρ αυτά πού λέει — нет никакой последовательности в том, что он говорит;
7) ход (в карточной игре);8) круг, среда (социальная);δεν είναι της σειρας μας — он не нашего круга;
9) род;(родовая) линия;(από) πατρώα (μητρώα) σειρά — по отцовской (материнской) линии;
κρατάει από μεγάλη σειρά — он из знатного рода;
10) мат., хим. ряд;11) геол группа;§ πρώτης σειρδς — первоклассной;
σειρά σου και σειρά μου — а
теперь мой очередь;βάζω στην ίδια σειρά — ставить в один ряд;
με την σειρά του — в свою очередь;
μπαίνω στη σειρά — входить в курс дела;
μπαίνω σε μιά σειρά — входить в свою колею;
βγαίνω απ' τη σειρά μου — выйти из колей.
-
18 αρχή
(πχ. μιάς ομιλίας)el comenc,ament -
19 εὐτραπελία
εὐτρᾰπελ-ία, ἡ,A ready wit, liveliness, Hp.Decent.7, Pl.R. 563a, Posidipp.28.5, Cic.Fam.7.32.1, D.S.15.6: pl., pleasantries, Demetr.Eloc. 177; defined by Arist. as πεπαιδευμένη ὕβρις, Rh. 1389b11, cf. EN 1108a24; ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐ. Plu.Ant.43.2 rarely in bad sense, = βωμολοχία, Ep.Eph.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτραπελία
-
20 θεραπευτικός
A inclined to serve, c. gen.,τῶν φίλων X.Ages.8.1
;εὐσέβεια δύναμις θ. θεῶν Pl.Def. 412e
;θεοῦ Ph.1.202
(but τὸ θ. γένος, = θεραπευταί, Id.2.473); inclined to court, τῶν δυνατῶν, τοῦ πλήθους, Plu.Lys.2, Comp.Lyc. Num.2;τὸ θ. τῆς ὁμιλίας Id.Lys.4
.2 abs., courteous, obsequious, in good and bad sense, X.HG3.1.28 ([comp] Comp.), Plu.Luc.16;θ.παρρησία Id.2.74a
. Adv.- κῶς Id.Art.4
;θ. ἔχειν τινός Ph.1.186
, cf. Str.6.4.2.2 esp. of medical treatment, ἕξις θ. a valetudinarian habit of body, Arist.Pol. 1335b7; ἡ -κή, = θεραπεία, Pl.Plt. 282a; also τὸ -κόν therapeutics, Dsc. Ther.Praef. (but also τὸ περὶ παθῶν θ., title of a work on moral remedies by Chrysippus, Phld.Ir.p.17 W.); περὶ θ. μεθόδου, title of work by Galen.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπευτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁμιλίας — ὁμῑλίᾱς , ὁμιλία intercourse fem acc pl ὁμῑλίᾱς , ὁμιλία intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
бесѣда — БЕСѢД|А (217), Ы с. 1.Беседа, разговор; общение: Пьрвѣѥ даже не слышиши не отъвѣштѩваи. и не вълагаи сѩ въ срѣдоу бсѣды. и на съвѣтѣ грешьныих не ѣдаи. (ἐν μέσῳ λόγων) Изб 1076, 147 об.; себѣ отълоучилъ ѥсть б҃ъ. да и тъ ли въ дѣлеса се˫а жизни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
бесѣдованиѥ — БЕСѢДОВАНИ|Ѥ (14), ˫А с. Беседа, собеседование, разговор: бѣгати многа бесѣдовани˫а. преданиѥ ст҃ыхъ мужь. добрѣ поразумѣвшихъ. ПНЧ XIV, 162б; Въздеръжаще(с) ѡ(т) гл҃ъ праздныхъ бесѣдовань˫а не полезьна. строптань˫а и смѣха. (συντυχιῶν ἀνωφελῶν)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
κορακίστικα — Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη… … Dictionary of Greek
τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… … Dictionary of Greek
ψελλισμός — ο, ΝΑ [ψελλίζω] δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα αρχ. 1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας 2. προσποιητός τρόπος ομιλίας 3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… … Dictionary of Greek
ταχυγλωσσία — η 1. ταχύτητα ή ευχέρεια ομιλίας. 2. διαταραχή της ομιλίας, όπου λόγω ταχύτητας της γλώσσας οι λέξεις προφέρονται κομμένες και καταντούν ακατάληπτες: Απ την ταχυγλωσσία του δεν τον καταλαβαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)